συντροφικότητα

συντροφικότητα
η, Ν [συντροφικός]
η ιδιότητα τού συντροφικού, συντροφική στάση και συμπεριφορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευκοινωνησία — εὐκοινωνησία, ἡ (Α) [ευκοινώνητος] το να είναι κάποιος ευκοινώνητος, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα …   Dictionary of Greek

  • μετουσία — η (ΑΜ μετουσία) [μέτειμι (Ι)] νεοελλ. μσν. φρ. «ἡ θεία μετουσία» η θεία μετάληψη, η θεία κοινωνία αρχ. 1. (γενικά) μέθεξη, συμμετοχή («ἀνθοφόρον ἀν ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῡς ἑορτῆς», Αριστοφ.) 2. αλληλεγγύη, συντροφικότητα 3.… …   Dictionary of Greek

  • νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… …   Dictionary of Greek

  • συντροφισμός — ο, Ν 1. η σχέση μεταξύ συντρόφων, συντροφικότητα 2. βιολ. αμοιβαία εξάρτηση διαφορετικών τύπων οργανισμών για την ικανοποίηση τών αντίστοιχων τροφικών αναγκών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντροφος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”